γελωτοποιώ

γελωτοποιώ
(ε) μετ. высмеивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γελωτοποιώ" в других словарях:

  • γελωτοποιώ — γελωτοποιῶ ( έω) (Α) (για γελωτοποιούς) προκαλώ το γέλιο …   Dictionary of Greek

  • γελωτοποιῷ — γελωτοποιός exciting laughter masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αγελωτοποίητος — η, ο [γελωτοποιώ] ο αγελοιοποίητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»